αμέθοδος

αμέθοδος
η , ο [ος , ον ] бессистемный; лишённый методичности; несовершенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμέθοδος" в других словарях:

  • ἀμέθοδος — not in logical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέθοδος — η, ο (Α ἀμέθοδος, ον) αυτός που γίνεται δίχως μέθοδο, δίχως σύστημα ή σχέδιο (ουδ.) το ἀμέθοδον η αμεθοδία αρχ. (λόγοι) που δεν υπάγονται σε λογικό (δηλ. συλλογιστικό) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μέθοδος] …   Dictionary of Greek

  • αμέθοδος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ενεργεί ή γίνεται χωρίς μέθοδο: Ως δάσκαλος ήταν αμέθοδος. 2. το ουδ. ως ουσ., το αμέθοδο η αμεθοδία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεθόδως — ἀμέθοδος not in logical adverbial ἀμέθοδος not in logical masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέθοδον — ἀμέθοδος not in logical masc/fem acc sg ἀμέθοδος not in logical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθοδωτάτης — ἀμέθοδος not in logical fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθοδωτάτου — ἀμέθοδος not in logical masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθοδώτατε — ἀμέθοδος not in logical masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθοδώτατοι — ἀμέθοδος not in logical masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθόδοις — ἀμέθοδος not in logical masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθόδου — ἀμέθοδος not in logical masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»